ΕΙΡΗΝΗ η ιστορία ενός παιδιού πρόσφυγα
‘Η Ειρήνη,η ιστορία ενός παιδιού πρόσφυγα’
Η Ειρήνη ήρθε στην Ελλάδα πριν 5 χρόνια και ζούσε μαζί με την μητέρα της και τα 4 μικρότερα αδερφάκια της, σ΄ένα μικρό σπίτι. Η μητέρα της , ανήμπορη καθώς ήταν, έπασχε από σοβαρή ασθένεια, ανάγκαζε την Ειρήνη να βγαίνει έξω κάθε μέρα ,για να φέρνει ή χρήματα ή τρόφιμα.
Κάθε πρωί λοιπόν , ξεκινούσε από το σπίτι και πρώτη της στάση ήταν τα φανάρια.Εκεί συναντούσε διάφορους ανθρώπους που οι πιο πολλοί είχαν παράξενη συμπεριφορά.Την κορόιδευαν , την χλεύαζαν , την έβριζαν και η Ειρήνη κάθε φορά έβαζε τα κλάματα.
Στη συνέχεια πήγαινε από μαγαζί σε μαγαζί και εκλιπαρούσε... για ψίχουλα. Η συμπεριφορά των ανθρώπων ήταν άσχημη και προσβλητική.
Μάζευε ότι είχε και δεν είχε και προσπαθώντας να ανακτήσει τις δυνάμεις της, όδευε προς τον τελευταίο προορισμό,έξω από το SUPER MARKET της γειτονιάς της. Στεκόταν ώρες , ξεροστάλιαζε στο κρύο, στη βροχή τείνοντας το χέρι για μια μικρή βοήθεια.
Όταν πια έπεφτε το σούρουπο, έπαιρνε τον δρόμο της επιστροφής.
Ένα βράδυ πηγαίνοντας στο σπίτι και χωρίς να έχει καταφέρει να μαζέψει κάτι, πέρασε έξω από μια παιδική χαρά. Εκεί κοντοστάθηκε και χάζεψε τα παιδάκια που έπαιζαν ανέμελα. Τότε ξαφνικά έβαλε τα κλάματα. Ένα κοριτσάκι την πλησίασε και την προσκάλεσε στο παιχνίδι.
Από τότε η Ειρήνη με το κοριτσάκι έγιναν αχώριστες φίλες , σταμάτησε την επαιτεία , καθώς η οικογένεια του μικρού κοριτσιού βοηθούσε την οικογένεια της μικρής Ειρήνης.
Χ.Κ
Η Ειρήνη ήρθε στην Ελλάδα πριν 5 χρόνια και ζούσε μαζί με την μητέρα της και τα 4 μικρότερα αδερφάκια της, σ΄ένα μικρό σπίτι. Η μητέρα της , ανήμπορη καθώς ήταν, έπασχε από σοβαρή ασθένεια, ανάγκαζε την Ειρήνη να βγαίνει έξω κάθε μέρα ,για να φέρνει ή χρήματα ή τρόφιμα.
Κάθε πρωί λοιπόν , ξεκινούσε από το σπίτι και πρώτη της στάση ήταν τα φανάρια.Εκεί συναντούσε διάφορους ανθρώπους που οι πιο πολλοί είχαν παράξενη συμπεριφορά.Την κορόιδευαν , την χλεύαζαν , την έβριζαν και η Ειρήνη κάθε φορά έβαζε τα κλάματα.
Στη συνέχεια πήγαινε από μαγαζί σε μαγαζί και εκλιπαρούσε... για ψίχουλα. Η συμπεριφορά των ανθρώπων ήταν άσχημη και προσβλητική.
Μάζευε ότι είχε και δεν είχε και προσπαθώντας να ανακτήσει τις δυνάμεις της, όδευε προς τον τελευταίο προορισμό,έξω από το SUPER MARKET της γειτονιάς της. Στεκόταν ώρες , ξεροστάλιαζε στο κρύο, στη βροχή τείνοντας το χέρι για μια μικρή βοήθεια.
Όταν πια έπεφτε το σούρουπο, έπαιρνε τον δρόμο της επιστροφής.
Ένα βράδυ πηγαίνοντας στο σπίτι και χωρίς να έχει καταφέρει να μαζέψει κάτι, πέρασε έξω από μια παιδική χαρά. Εκεί κοντοστάθηκε και χάζεψε τα παιδάκια που έπαιζαν ανέμελα. Τότε ξαφνικά έβαλε τα κλάματα. Ένα κοριτσάκι την πλησίασε και την προσκάλεσε στο παιχνίδι.
Από τότε η Ειρήνη με το κοριτσάκι έγιναν αχώριστες φίλες , σταμάτησε την επαιτεία , καθώς η οικογένεια του μικρού κοριτσιού βοηθούσε την οικογένεια της μικρής Ειρήνης.
Χ.Κ
‘Η Ειρήνη,η ιστορία ενός παιδιού πρόσφυγα’
Μετά το χωριό των φτωχών, η Ειρήνη περπάτησε μέσα στη βροχή και στο κρύο και βρέθηκε μόνη και απογοητευμένη μέσα σε μια πυκνή ζούγκλα. Μόλις τα άγρια ζώα τη μυρίστηκαν, πήγαν να δουν ποιος ήταν ο εισβολέας. Είδαν ένα μικρό κοριτσάκι να κάθεται τρομαγμένο πίσω από ένα μεγάλο κορμό δέντρου. Τη ρώτησαν θυμωμένα: Τί δουλειά έχεις εσύ εδώ; H Ειρήνη τους απάντησε ότι δεν έχει κανέναν στον κόσμο και χρειάζεται βοήθεια. Τότε τα ζώα της είπαν: Φύγε αμέσως, μισούμε τους ανθρώπους γιατί καταστρέφουν το δάσος μας, φύγε αμέσως πριν σε φάμε!
Έφυγε τρέχοντας από τη ζούγκλα και ώρες αργότερα είδε κάτι να λαμπυρίζει από μακριά. Όταν έφτασε πιο κοντά είδε ότι ήταν η πόλη των γυάλινων. Ήταν μία πόλη που όλα τα κτίρια ήταν πανύψηλα και γυάλινα και λεγόταν γυαλινοξύστες, αντί για ουρανοξύστες. Οι άνθρωποι εκεί έλαμπαν μέσα στα γυαλιστερά τους ρούχα, μέσα στα γυαλιστερά τους μοντέρνα αυτοκίνητα. Τότε η καημενούλα η Ειρήνη ζήτησε λίγο φαγητό από ένα κύριο που στεκόταν μπροστά από ένα κτίριο. Όμως αυτός πολύ αγριεμένος την έσπρωξε μακριά. Φύγε από δω της είπε. Μου βρωμίζεις το χώρο. Εξαφανίσου! Είχε χάσει πια την ελπίδα της. Δε θα έβρισκε πουθενά παρηγοριά και συμπόνια… Οι άνθρωποι δυστυχώς νοιάζονταν μόνο για τον εαυτό τους.
Έφυγε και απο κει, με τόσα δάκρυα στα μάτια της που δεν έβλεπε μπροστά της…
Και ξαφνικά, άκουσε γλέντια και χαρούμενες φωνές. Πήγε κοντά και τί να δει! Ένα μικρό, γλυκό σπιτάκι στη μέση μιας τεράστιας αυλής που ήταν γεμάτη κόσμο που διασκέδαζε και χόρευε. Ήταν όλοι πολύ ευτυχισμένοι! Ένας γλυκός γεράκος την είδε και πήγε κοντά της. Την προσκάλεσε στη γιορτή και εκείνη δέχτηκε. Όταν την είδαν και οι υπόλοιποι θέλανε αμέσως να μάθουν την ιστορία της. Όταν άκουσαν τα βάσανα της μικρής Ειρήνης όλοι μαζί αποφάσισαν να μείνει μαζί τους και να τη βοηθήσουν με κάθε τρόπο. Έτσι η Ειρήνη απέκτησε ένα ζεστό σπιτικό!
Ζ.Γ
Μετά το χωριό των φτωχών, η Ειρήνη περπάτησε μέσα στη βροχή και στο κρύο και βρέθηκε μόνη και απογοητευμένη μέσα σε μια πυκνή ζούγκλα. Μόλις τα άγρια ζώα τη μυρίστηκαν, πήγαν να δουν ποιος ήταν ο εισβολέας. Είδαν ένα μικρό κοριτσάκι να κάθεται τρομαγμένο πίσω από ένα μεγάλο κορμό δέντρου. Τη ρώτησαν θυμωμένα: Τί δουλειά έχεις εσύ εδώ; H Ειρήνη τους απάντησε ότι δεν έχει κανέναν στον κόσμο και χρειάζεται βοήθεια. Τότε τα ζώα της είπαν: Φύγε αμέσως, μισούμε τους ανθρώπους γιατί καταστρέφουν το δάσος μας, φύγε αμέσως πριν σε φάμε!
Έφυγε τρέχοντας από τη ζούγκλα και ώρες αργότερα είδε κάτι να λαμπυρίζει από μακριά. Όταν έφτασε πιο κοντά είδε ότι ήταν η πόλη των γυάλινων. Ήταν μία πόλη που όλα τα κτίρια ήταν πανύψηλα και γυάλινα και λεγόταν γυαλινοξύστες, αντί για ουρανοξύστες. Οι άνθρωποι εκεί έλαμπαν μέσα στα γυαλιστερά τους ρούχα, μέσα στα γυαλιστερά τους μοντέρνα αυτοκίνητα. Τότε η καημενούλα η Ειρήνη ζήτησε λίγο φαγητό από ένα κύριο που στεκόταν μπροστά από ένα κτίριο. Όμως αυτός πολύ αγριεμένος την έσπρωξε μακριά. Φύγε από δω της είπε. Μου βρωμίζεις το χώρο. Εξαφανίσου! Είχε χάσει πια την ελπίδα της. Δε θα έβρισκε πουθενά παρηγοριά και συμπόνια… Οι άνθρωποι δυστυχώς νοιάζονταν μόνο για τον εαυτό τους.
Έφυγε και απο κει, με τόσα δάκρυα στα μάτια της που δεν έβλεπε μπροστά της…
Και ξαφνικά, άκουσε γλέντια και χαρούμενες φωνές. Πήγε κοντά και τί να δει! Ένα μικρό, γλυκό σπιτάκι στη μέση μιας τεράστιας αυλής που ήταν γεμάτη κόσμο που διασκέδαζε και χόρευε. Ήταν όλοι πολύ ευτυχισμένοι! Ένας γλυκός γεράκος την είδε και πήγε κοντά της. Την προσκάλεσε στη γιορτή και εκείνη δέχτηκε. Όταν την είδαν και οι υπόλοιποι θέλανε αμέσως να μάθουν την ιστορία της. Όταν άκουσαν τα βάσανα της μικρής Ειρήνης όλοι μαζί αποφάσισαν να μείνει μαζί τους και να τη βοηθήσουν με κάθε τρόπο. Έτσι η Ειρήνη απέκτησε ένα ζεστό σπιτικό!
Ζ.Γ
΄ Ειρήνη,η ιστορία ενός παιδιού πρόσφυγα’
Η Ειρήνη βλέποντας τις φλόγες στον ουρανό έφυγε μακριά.Στο δρόμο της βρήκε πολλούς ζητιάνους που έψαχναν λίγο ψωμί να φάνε.Εκείνη τη χρονιά ο πόλεμος είχε καταστρέψει τη σοδειά των χωρικών και ο κόσμος άρχιζε να πεινά.Οι χωρικοί δεν είχαν δουλειά,οι μανάδες δεν είχαν τίποτα να μαγειρέψουν και τα παιδιά γυρνούσαν πεινασμένα.Θλίψη και δυστυχία παντού. Η Ειρήνη ζήτησε να μείνει μαζί τους όμως η απάντηση ήταν αρνητική λέγοντας της ότι δεν έχουμε άλλο φαγητό και χώρο για να μείνεις.
Αυτή άρχισε να τρέχει κλαίγοντας. Στον δρόμο ξέσπασε καταιγίδα και είχε γίνει σαν παπάκι. Άρχισε να κρυώνει και δεν μπορούσε άλλο να περπατήσει. Βλέπει μπροστά της ένα εξωκλήσι και μπαίνει μέσα. Έκατσε σε μια γωνίτσα και την πήρε ο ύπνος. Το πρωί ένας κυνηγός την είδε και την ξύπνησε. Φοβησμένη η Ειρήνη άρχισε να κλαίει με λιγμούς και ο κυνηγός της είπε: ‘-Μην φοβάσαι κορίτσι μου εγώ θα σε βοηθήσω.’ Την πήρε και την πήγε στο σπίτι του. Εκεί η Ειρήνη γνώρισε την Ελένη, την Κατερίνα και την Δέσποινα που ήταν τα παιδιά του κυνηγού. Την καλοδέχτηκαν, της έδωσαν καθαρά ρούχα και κάθισαν όλοι μαζί για φαγητό. Αφού έφαγαν, η Ειρήνη άρχισε να τους λέει τί πέρασε μέχρι να την βρούν. Συγκινήθηκαν όλοι ακούγοντας την ιστορία της. Έπειτα την αγκάλιασαν και ο πατέρας των παιδιών της είπε αν θέλει να μείνει για πάντα μαζί τους. Η Ειρήνη μόλις το άκουσε πέταξε απο την χαρά της και δέχτηκε την πρόταση του.
Με τον καιρό δεθήκανε πολύ όλα τα κορίτσια και ήταν σαν αδερφές. Η Ειρήνη από ευγνωμοσύνη κάθε πρωί ξυπνούσε πρώτη, πήγαινε στο στάβλο και τάιζε τα άλογα του κυνηγού.
Π.Γ
Η Ειρήνη βλέποντας τις φλόγες στον ουρανό έφυγε μακριά.Στο δρόμο της βρήκε πολλούς ζητιάνους που έψαχναν λίγο ψωμί να φάνε.Εκείνη τη χρονιά ο πόλεμος είχε καταστρέψει τη σοδειά των χωρικών και ο κόσμος άρχιζε να πεινά.Οι χωρικοί δεν είχαν δουλειά,οι μανάδες δεν είχαν τίποτα να μαγειρέψουν και τα παιδιά γυρνούσαν πεινασμένα.Θλίψη και δυστυχία παντού. Η Ειρήνη ζήτησε να μείνει μαζί τους όμως η απάντηση ήταν αρνητική λέγοντας της ότι δεν έχουμε άλλο φαγητό και χώρο για να μείνεις.
Αυτή άρχισε να τρέχει κλαίγοντας. Στον δρόμο ξέσπασε καταιγίδα και είχε γίνει σαν παπάκι. Άρχισε να κρυώνει και δεν μπορούσε άλλο να περπατήσει. Βλέπει μπροστά της ένα εξωκλήσι και μπαίνει μέσα. Έκατσε σε μια γωνίτσα και την πήρε ο ύπνος. Το πρωί ένας κυνηγός την είδε και την ξύπνησε. Φοβησμένη η Ειρήνη άρχισε να κλαίει με λιγμούς και ο κυνηγός της είπε: ‘-Μην φοβάσαι κορίτσι μου εγώ θα σε βοηθήσω.’ Την πήρε και την πήγε στο σπίτι του. Εκεί η Ειρήνη γνώρισε την Ελένη, την Κατερίνα και την Δέσποινα που ήταν τα παιδιά του κυνηγού. Την καλοδέχτηκαν, της έδωσαν καθαρά ρούχα και κάθισαν όλοι μαζί για φαγητό. Αφού έφαγαν, η Ειρήνη άρχισε να τους λέει τί πέρασε μέχρι να την βρούν. Συγκινήθηκαν όλοι ακούγοντας την ιστορία της. Έπειτα την αγκάλιασαν και ο πατέρας των παιδιών της είπε αν θέλει να μείνει για πάντα μαζί τους. Η Ειρήνη μόλις το άκουσε πέταξε απο την χαρά της και δέχτηκε την πρόταση του.
Με τον καιρό δεθήκανε πολύ όλα τα κορίτσια και ήταν σαν αδερφές. Η Ειρήνη από ευγνωμοσύνη κάθε πρωί ξυπνούσε πρώτη, πήγαινε στο στάβλο και τάιζε τα άλογα του κυνηγού.
Π.Γ
“ΕΙΡΗΝΗ”... Η ιστορία ενός παιδιού πρόσφυγα
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα κοριτσάκι που το έλεγαν Ειρήνη και της άρεσε πολύ να παίζει με τις φίλες της, να τραγουδάει και να χορεύει… Περνούσε ωραία στο χωριό της κι ήταν ευτυχισμένη.
Όμως, μια μέρα ήρθαν στον τόπο της κακοί κι άγριοι άνθρωποι και το λεηλάτησαν. Ξεκίνησε πόλεμος! Τότε η Ειρήνη κι η οικογένειά της έφυγαν από το χωριό και αναζήτησαν ένα καινούριο μέρος να ζήσουν. Πήραν μαζί τους τα πιο σημαντικά πράγματα από το σπίτι τους και ξεκίνησαν για έναν άγνωστο προορισμό. Στον δρόμο τους συνάντησαν κι άλλους πολλούς που έφευγαν από τον τόπο τους.κι αντιμετώπισαν πολλές δυσκολίες…
Υπήρχαν μέρες που δεν είχαν τίποτα να φάνε κι αν έβρισκαν κάτι, αυτό ήταν λίγο.
Χρειάστηκε να μπουν σε μια βάρκα με πολλούς ανθρώπους περισσότερους απ’ όσο χωρούσαν, να περάσουν τη μανιασμένη θάλασσα και να καταφέρουν να επιβιώσουν ενώ πολλοί συνεπιβάτες τους πνίγηκαν.
Όταν η Ειρήνη κι η οικογένειά της έφτασαν στη στεριά συνάντησαν έναν τόπο φιλόξενο κι αποφάσισαν να μείνουν στο πρώτο χωριό που ονομαζόταν “Ελπίδα”. Οι κάτοικοι τους φιλοξένησαν με χαρά κι από τότε η Ειρήνη κι η οικογένειά της ξεκίνησαν μια καινούρια ζωή, ευτυχισμένη κι έζησαν για πάντα με την “ελπίδα” ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους!
Ν.Π
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα κοριτσάκι που το έλεγαν Ειρήνη και της άρεσε πολύ να παίζει με τις φίλες της, να τραγουδάει και να χορεύει… Περνούσε ωραία στο χωριό της κι ήταν ευτυχισμένη.
Όμως, μια μέρα ήρθαν στον τόπο της κακοί κι άγριοι άνθρωποι και το λεηλάτησαν. Ξεκίνησε πόλεμος! Τότε η Ειρήνη κι η οικογένειά της έφυγαν από το χωριό και αναζήτησαν ένα καινούριο μέρος να ζήσουν. Πήραν μαζί τους τα πιο σημαντικά πράγματα από το σπίτι τους και ξεκίνησαν για έναν άγνωστο προορισμό. Στον δρόμο τους συνάντησαν κι άλλους πολλούς που έφευγαν από τον τόπο τους.κι αντιμετώπισαν πολλές δυσκολίες…
Υπήρχαν μέρες που δεν είχαν τίποτα να φάνε κι αν έβρισκαν κάτι, αυτό ήταν λίγο.
Χρειάστηκε να μπουν σε μια βάρκα με πολλούς ανθρώπους περισσότερους απ’ όσο χωρούσαν, να περάσουν τη μανιασμένη θάλασσα και να καταφέρουν να επιβιώσουν ενώ πολλοί συνεπιβάτες τους πνίγηκαν.
Όταν η Ειρήνη κι η οικογένειά της έφτασαν στη στεριά συνάντησαν έναν τόπο φιλόξενο κι αποφάσισαν να μείνουν στο πρώτο χωριό που ονομαζόταν “Ελπίδα”. Οι κάτοικοι τους φιλοξένησαν με χαρά κι από τότε η Ειρήνη κι η οικογένειά της ξεκίνησαν μια καινούρια ζωή, ευτυχισμένη κι έζησαν για πάντα με την “ελπίδα” ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους!
Ν.Π
Μ.Κ
Β.Π
A.Γ
Α.Α
Ε.Ε